- παραμένιος
- -ον, ΜΑ, παραμένειος, -ον, Μαυτός που παραμένει σταθερός, παραμόνιμος*.επίρρ...παραμενίως Αμε παραμένιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραμένω + κατάλ. -ιος, λ. σχηματισμένη προς ετυμολόγηση τού τ. πράμν(ε)ιος* (οἶνος)].
Dictionary of Greek. 2013.